- βέρος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), αυτός που η καταγωγή του είναι γνήσια, αληθινή: Ο γηραιός κύριος φαίνεται και είναι βέρος αριστοκράτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βέρος — α, ο 1. ειλικρινής, ευθύς («βέρος άνθρωπος») 2. γνήσιος, πραγματικός («βέρος Αθηναίος», «βέρο χρυσάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vero «αληθινός, γνήσιος, πραγματικός»] … Dictionary of Greek
Λεύκιος Ουίρος ή Βέρος — (Lucius Verus, 130 – 169 μ.Χ.). Ρωμαίος συναυτοκράτορας με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Αιλίου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, όπως και ο Μάρκος Αυρήλιος. Σε αντίθεση με τον συναυτοκράτορά του, ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
Άνιοι ή Άννιοι — Μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια, που καταγόταν από τον βασιλιά των Ετρούσκων Άνιο, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ποταμό Παρεούσιο (από τότε Ανιώνα), όταν οι αντίπαλοί του άρπαξαν την κόρη του Σαλία. Σημαντικότεροι ήταν: 1. Ά. Α’ ο Βέρος. Ύπατος… … Dictionary of Greek
Τιγράνης — Όνομα βασιλιάδων της Αρμενίας. 1. Βασιλιάς που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, ως υποτελής των Αχαιμενιδών. Ο T., διέταξε τον Τιρίβαζο, έναν από τους διοικητές του, να επιτεθεί εναντίον των Ελλήνων, όταν περνούσαν μέσα από την… … Dictionary of Greek
Αθηναίος — θηλ. αία και Ατθίδα αυτός που κατάγεται από την Αθήνα: Είναι βέρος Αθηναίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ακέραιος, πλήρης, άρτιος. Γέννησε ένα σωστό αγοράκι. 2. μτφ., ακριβής, ορθός, εντάξει: Οι απόψεις του είναι σωστές. 3. πραγματικός, βέρος: Μεγάλωσες πια, έγινες σωστός άντρας. 4. που αρμόζει, πρεπούμενος, ταιριαστός: Προσφώνησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)